Ἐπιπολῇ — Ἐπιπολή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπολή — η (AM ἐπιπολή) 1. η επιφάνεια, το πάνω μέρος ενός πράγματος, απανωσιά 2. (γεν. ως επίρρ.) επιπολής επιφανειακά, στην επιφάνεια, πάνω πάνω (α. «ως να εβουτούσαν τα ράμφη επιπολής τού κύματος», Παπαδιαμ. β. «ἐπιπολῆς πεφυτευμένα», Ξεν.) 3. «ἐξ… … Dictionary of Greek
ἐπιπόλη — ἐπί πολέω go about pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἐπί πολέω go about imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιπολαῖς — Ἐπιπολή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαῖς — ἐπιπολή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιπολαί — Ἐπιπολή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαί — ἐπιπολή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιπολῆς — Ἐπιπολή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιπολῇσι — Ἐπιπολή fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολῇσι — ἐπιπολή fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)